- συμβλής
- -ῆτος, ό, ἡ, Α(για τις Συμπληγάδες) αυτός που πέφτει επάνω στον άλλο, που συγκρούεται («ξυμβλῆτες πίπτουσιν... ἐπ' ἀλλήλῃσιν ἰοῡσαι», Ορφ. Αργ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -βλής (βλής < θ. βλη- τού βάλλω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-βλή-θην), πρβλ. παρα-βλής].
Dictionary of Greek. 2013.